- καρυκεύματος
- καρύκευμαsavoury dishneut gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
δρόγη — Γενικός όρος με τον οποίο υποδηλώνονται πολυάριθμες φυσικές ή τεχνητές ουσίες, με χαρακτηριστική φυσιολογική ή φαρμακολογική δράση και με διαφορετικά μεταξύ τους γνωρίσματα και χρήσεις. Ο όρος αυτός, που είναι πολύ παλαιάς προέλευσης (προέρχεται… … Dictionary of Greek
θάσιος — ία, ο (AM θάσιος, ία, ον) αυτός που προέρχεται από τη Θάσο ή ανήκει στη Θάσο·|| αρχ. 1. το αρσ. ως ουσ. ό Θάσιος ονομασία μήνα 2. το ουδ. ως ουσ. τό θάσιον μέτρο στην Αίγυπτο 3. φρ. α) «ἡ θασία ἄλμη» και μόνο «θασία» είδος αλμυρού καρυκεύματος ή… … Dictionary of Greek
κάσαμον — και κάσσαμον, τὸ (Α) 1. το φυτὸ κυκλάμινο 2. είδος καρυκεύματος. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. cassamum] … Dictionary of Greek
κυμινέλαιο — το χημ. ελαιώδες διαυγές υγρό άχρωμου ή κιτρινωπού χρώματος με οσμή κυμίνου και αρωματική γεύση καρυκεύματος. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. cumin oil (< αρχ. αγγλ. cymen < λατ. cuminum < κύμινον) + oil (< μσν. αγγλ. oile <… … Dictionary of Greek
Βιετνάμ — Κράτος της νοτιοανατολικής Ασίας.Συνορεύει Β με την Κίνα, Δ με την Καμπότζη και το Λάος, ενώ Α και Ν βρέχεται από τη Νότια Θάλασσα της Κίνας, και πιο συγκεκριμένα από τον Κόλπο του Τονκίν ΒΑ, τον Κόλπο της Ταϊλάνδης ΝΔ και στην υπόλοιπη… … Dictionary of Greek
μπαχάρι — το ιού (λ. τουρκ.), είδος καρυκεύματος, το ινδικό πιπέρι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)